τρίμηνο
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρίμηνο αρσενικό
- χρονική διάρκεια τριών μηνών
- υποδιαίρεση του σχολικού έτους στα ελληνικά γυμνάσια· στο τέλος κάθε τριμήνου οι μαθητές παίρνουν την προφορική βαθμολογία τους
- ανέβηκαν οι βαθμοί του στο β' τρίμηνο