Μετάβαση στο περιεχόμενο

trimester

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
trimester trimesters

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trimester (en)

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]