Μετάβαση στο περιεχόμενο

οροπέδιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οροπέδιο τα οροπέδια
      γενική του οροπεδίου
& οροπέδιου
των οροπεδίων
    αιτιατική το οροπέδιο τα οροπέδια
     κλητική οροπέδιο οροπέδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πανοραμική άποψη του οροπεδίου Λασιθίου

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οροπέδιο < ελληνιστική ὀροπέδιον < ὄρος + πεδίον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.ɾoˈpe.ði.o/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οροπέδιο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]