Όρρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Όρρος | οι | Όρροι |
γενική | του | Όρρου | των | Όρρων |
αιτιατική | τον | Όρρο | τους | Όρρους |
κλητική | Όρρε & Όρρο |
Όρροι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μαυροκορδάτος (κλίση: μούτσος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Όρρος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Όρρος αρσενικό (θηλυκό Όρρου)
- ανδρικό επώνυμο
- ※ Ο Μιχάλης Όρρος γεννήθηκε στην Αθήνα, ενώ η καταγωγή του ήταν από τα Λεύκαρα της Κύπρου. Σπούδασε ταυτόχρονα στο τμήμα πολιτικών μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου µε κατεύθυνση στα λιμενικά έργα, από όπου αποφοίτησε το 1952, και στο μαθηματικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου δεν πήρε ποτέ το πτυχίο του εξαιτίας του προβλήματος που παρουσίασε στην όραση. Το πρόβλημα αυτό τον ακολούθησε στο υπόλοιπο της ζωής του, όμως δεν στάθηκε εμπόδιο στο να μελετήσει και να κατασκευάσει πλήθος κτιρίων.
- «Architecture without vision: Έκθεση για το έργο του Μιχάλη Όρρου στο Atelier», culturenow.gr (19 Σεπτεμβρίου 2022)· πρόσβαση: 2023-11-27.
- ※ Ο Μιχάλης Όρρος γεννήθηκε στην Αθήνα, ενώ η καταγωγή του ήταν από τα Λεύκαρα της Κύπρου. Σπούδασε ταυτόχρονα στο τμήμα πολιτικών μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου µε κατεύθυνση στα λιμενικά έργα, από όπου αποφοίτησε το 1952, και στο μαθηματικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου δεν πήρε ποτέ το πτυχίο του εξαιτίας του προβλήματος που παρουσίασε στην όραση. Το πρόβλημα αυτό τον ακολούθησε στο υπόλοιπο της ζωής του, όμως δεν στάθηκε εμπόδιο στο να μελετήσει και να κατασκευάσει πλήθος κτιρίων.
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Μαυροκορδάτος' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες - επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)