οροθεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οροθεσία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οροθεσία θηλυκό
- καθορισμός ορίων, συνόρων.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οροθεσία