inconsiderate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | inconsiderate |
συγκριτικός | more inconsiderate |
υπερθετικός | most inconsiderate |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- inconsiderate < in- + considerate
Επίθετο[επεξεργασία]
inconsiderate (en)
- απερίσκεπτος, δεν δίνω αρκετή προσοχή στα συναισθήματα ή τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων