inconsiderate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός inconsiderate
συγκριτικός more inconsiderate
υπερθετικός most inconsiderate

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inconsiderate < in- + considerate

Επίθετο

[επεξεργασία]

inconsiderate (en)

  • απερίσκεπτος, δεν δίνω αρκετή προσοχή στα συναισθήματα ή τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων
    ⮡  inconsiderate remarks - απερίσκεπτες κουβέντες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mean