means
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]means (en)
- (μετρήσιμο) το μέσο, κάτι που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί ένας σκοπός
- ⮡ by means of the press - δια μέσου του τύπου
- ⮡ fraudulent/legal means - δόλια/νόμιμα μέσα
- ⮡ Every legal means was used for his defense.
- Για την υπεράσπισή του χρησιμοποιήθηκε κάθε ένδικο μέσο.
- (μόνος πληθυντικός) χρηματικά μέσα, εισόδημα, χρήματα
- ⮡ I do not have the means to buy it.
- Δεν έχω τα μέσα να το αγοράσω.
- ⮡ We are living within our means./We are living beyond our means.
- Ζούμε μέσα στα όρια των εισοδημάτων μας./Ζούμε έξω από τα όρια των εισοδημάτων μας.
- ⮡ I do not have the means to buy it.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]means (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]means (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- means - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 265, 541. ISBN 9780194325684., λήμμα: εισόδημα, μέσο