means

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

means (en)

  • μέσο ή μέσα, κάτι που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί ένας σκοπός

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

means (en)

  • πληθυντικός του mean

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

means (en)

  • mean στο τρίτο πρόσωπο