means
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
means (en)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
means (en)
- πληθυντικός του mean
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
means (en)
- mean στο τρίτο πρόσωπο