thoughtless

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός thoughtless
συγκριτικός more thoughtless
υπερθετικός most thoughtless

Ετυμολογία [επεξεργασία]

thoughtless < thought + -less

Επίθετο[επεξεργασία]

thoughtless (en)

  • απερίσκεπτος, δεν με νοιάζουν οι πιθανές επιδράσεις των λόγων και των πράξεών μου σε άλλους ανθρώπους
    thoughtless remarks - απερίσκεπτες κουβέντες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mean

Πηγές[επεξεργασία]