thoughtless
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | thoughtless |
συγκριτικός | more thoughtless |
υπερθετικός | most thoughtless |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
thoughtless (en)
- απερίσκεπτος, δεν με νοιάζουν οι πιθανές επιδράσεις των λόγων και των πράξεών μου σε άλλους ανθρώπους
Πηγές[επεξεργασία]
- thoughtless - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 94. ISBN 9780194325684., λήμμα: απερίσκεπτος