uncaring

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός uncaring
συγκριτικός more uncaring
υπερθετικός most uncaring

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
uncaring < un- + caring

Επίθετο

[επεξεργασία]

uncaring (en)

  • αδιάφορος, δεν δείχνω συμπάθεια για τα προβλήματα ή τον πόνο των άλλων ανθρώπων
    The remained uncaring of our misery.
    Έμειναν αδιάφοροι στη δυστυχία μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mean