oil
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
oil | oils |
oil (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | oil |
γ΄ ενικό ενεστώτα | oils |
αόριστος | oiled |
παθητική μετοχή | oiled |
ενεργητική μετοχή | oiling |
oil (en)
- λαδώνω
- ⮡ Oil the door, because it creaks.
- Λάδωσε την πόρτα, γιατί τρίζει.
- ⮡ They’re oiling the pan so it doesn’t stick.
- Λαδώνουν το ταψί για να μην κολλάει.
- ⮡ Oil my engine chain.
- Λάδωσέ μου την αλυσίδα της μηχανής.
- ⮡ Oil the door, because it creaks.
Πηγές
[επεξεργασία]
Παλαιά γαλλικά (fro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oil αρσενικό
- → δείτε τη λέξη oeil