oil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oil (en)
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oil αρσενικό
- → δείτε τη λέξη oeil
Δείτε επίσης : oïl |
oil (en)
oil αρσενικό