αλλιώς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλλιώς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλλιῶς < ἀλλέως < ἀλλέος < ἄλλος
Επίρρημα
[επεξεργασία]αλλιώς
- διαφορετικά, με διαφορετικό τρόπο
αλλιώς