πώληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πώληση | οι | πωλήσεις |
γενική | της | πώλησης* | των | πωλήσεων |
αιτιατική | την | πώληση | τις | πωλήσεις |
κλητική | πώληση | πωλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πωλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πώληση < αρχαία ελληνική πώλησις < πωλῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πώληση θηλυκό
- η διάθεση ενός αγαθού έναντι κάποιου χρηματικού ποσού ή άλλου τιμήματος
- ↪πώληση ελαιολάδου
- η νομική σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (ο πωλητής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει ή να εκχωρήσει την κυριότητα του αντικειμένου της πώλησης και ο άλλος συμβαλλόμενος (ο αγοραστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει το συμφωνηθέν τίμημα
- ↪πώληση διαμερίσματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πουλώ