πωλητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πωλητής | οι | πωλητές |
γενική | του | πωλητή | των | πωλητών |
αιτιατική | τον | πωλητή | τους | πωλητές |
κλητική | πωλητή | πωλητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πωλητής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πωλητής[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πωλητής αρσενικό (θηλυκό πωλήτρια)
- που πουλάει κάτι, π.χ.
- ο ιδιοκτήτης ενός περιουσιακού στοιχείου (ακίνητο, αυτοκίνητο) που το μεταβιβάζει έναντι χρημάτων σε άλλον
- (επάγγελμα) ο υπάλληλος ενός εμπορικού καταστήματος
- (επάγγελμα) ο πλασιέ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πωλητής
Πηγές[επεξεργασία]
- ↑ πωλητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πωλητής < πωλέω-ῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πωλητής αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)