sale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sale (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sale | sales |
sale (fr) αρσενικό ή θηλυκό
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sale | sali |
sale (it) αρσενικό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sala | sale |
sale (it)
- πληθυντικός του sala