Μετάβαση στο περιεχόμενο

auction

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
auction auctions

auction (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • ο πλειστηριασμός, η δημοπρασία
      They put his house up for auction because he had large debts.
    Του έβγαλαν το σπίτι σε πλειστηριασμό, γιατί είχε μεγάλα χρέη.
      Large sums were put up at the auction for the painting by a famous painter.
    Στη δημοπρασία προσφέρθηκαν μεγάλα ποσά για τον πίνακα γνωστού ζωγράφου.
ενεστώτας auction
γ΄ ενικό ενεστώτα auctions
αόριστος auctioned
παθητική μετοχή auctioned
ενεργητική μετοχή auctioning

auction (en)

  • εκπλειστηριάζω, δημοπρατώ, βγάζω κάτι σε πλειστηριασμό για να το πουλήσω
      The company is auctioning its assets to cover its debts.
    Η εταιρεία εκπλειστηριάζει τα περιουσιακά της στοιχεία για να καλύψει τα χρέη της.
      The painting is being auctioned for charity.
    Ο πίνακας δημοπρατείται για φιλανθρωπικό σκοπό.
     συνώνυμα: auction off

Παράγωγα

[επεξεργασία]