on sale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

on sale < → δείτε τις λέξεις on και sale

Έκφραση[επεξεργασία]

on sale (en)

  • (ιδιωματισμός) κυκλοφορώ, που είναι διαθέσιμο για αγορά, ειδικά σε κατάστημα
    This magazine/medicine is not on sale in Greece.
    Αυτό το περιοδικό/φάρμακο δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα.

Πηγές[επεξεργασία]