χρυσεοσάνδαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χρυσεοσάνδαλος, ος, ον
- με χρυσά σανδάλια, από χρυσά σανδάλια
- ἴχνος χρυσεοσάνδαλον: χνάρι, πατημασιά από χρυσά σανδάλια