σάνδαλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σάνδαλον τὰ σάνδαλ
      γενική τοῦ σανδάλου τῶν σανδάλων
      δοτική τῷ σανδάλ τοῖς σανδάλοις
    αιτιατική τὸ σάνδαλον τὰ σάνδαλ
     κλητική ! σάνδαλον σάνδαλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σανδάλω
γεν-δοτ τοῖν  σανδάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάνδαλον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάνδαλον, -ου ουδέτερο (κυρίως στον πληθυντικό) σάνδαλα

  1. (υπόδηση) σανδάλι, πέδιλο
    ※  8ος/7oς↑ αιώνας Hymni Homerici Ομηρικοί Ύμνοι/IV. Εις Ερμήν, στίχ. 83 (82-83)
    τῶν τότε συνδήσας νεοθηλέος ἀγκάλῳ ὥρην
    ἀβλαβέως ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο σάνδαλα κοῦφα
    ※  3ος↑ αιώνας Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Ἡρακλίσκος, στιχ. 36 (35-36)
    «ἄνσταθ᾽, Ἀμφιτρύων· ἐμὲ γὰρ δέος ἴσχει ὀκνηρόν·
    ἄνστα, μηδὲ πόδεσσι τεοῖς ὑπὸ σάνδαλα θείης.
    «Σήκω, Αμφιτρύων· εμένα, ιδές, με παραπήρε ο φόβος·
    σήκω όπως είσαι, μη ζητάς σάνδαλα να φορέσεις.
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr
    ※  1ος πκε κε αιώνας, Μάρκος Αργεντάριος στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 6ο, επίγραμμα 201, @perseus.tufts.edu
    σάνδαλα καὶ μίτρην περικαλλέα, τόν τε μυρόπνουν
    βόστρυχον ὡραίων οὖλον ἀπὸ πλοκάμων,
    καὶ ζώνην, καὶ λεπτὸν ὑπένδυμα τοῦτο Χιτῶνος,
    καὶ τὰ περὶ στέρνοις ἀγλαὰ μαστόδετα,
    ἔμβρυον εὐώδινος ἐπεὶ φύγε νηδύος ὄγκον,
    Εὐφράντη νηῷ θῆκεν ὕπ᾽ Ἀρτέμιδος.
    Τα σανδάλια και τον κομψό κεφαλόδεσμο
    και από τα όμορφα μαλλιά την ευωδιαστή σγουρή πλεξίδα
    και τη ζώνη και τούτο το λεπτό ένδυμα που φορούσε κάτω απ' τον χιτώνα
    και τον ωραίο στηθόδεσμο που περιβάλλει το στέρνο,
    η Ευφράντη απόθεσε στο ναό κάτω απ' την Άρτεμη,
    επειδή γλίτωσε με εύκολη γέννα από τον άψυχο όγκο της κοιλιάς της.
    Μετάφραση: Μαρία Η. Πετρίδου, Φιλίππου Στέφανος: Μάρκος Αργεντάριος, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλολογίας, Ιωάννινα, 2005, σελ. 137
    ΣτΕ: Σύμφωνα με τον ποιητή μία έγκυος γυναίκα, η Ευφράντη, μετά τον ανώδυνο τοκετό, που είχε, προσέφερε προσωπικά της αντικείμενα στον ναό της Αρτέμιδος. Μεταξύ αυτών προσέφερε και τα σανδάλια της.
  2. (ιχθυολογία) είδος ψαριού

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]