doré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | doré | dorés |
θηλυκό | dorée | dorées |
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
doré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | doré | dorés |
θηλυκό | dorée | dorées |
doré (fr)