ροδοκόκκινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ροδοκόκκινος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ροδοκοκκινίζω
- → δείτε τις λέξεις ρόδο και κόκκινος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροδοκόκκινος
|