κόσμημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόσμημα < αρχαία ελληνική κόσμημα < κοσμέω/κοσμῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόσμημα ουδέτερο
- εξάρτημα ενδυμασίας που ομορφαίνει την εξωτερική εμφάνιση αλλά συχνά προσδίδει και κύρος στο άτομο που το φέρει
- "Τι κόσμημα να προτιμήσω για δώρο στη γυναίκα μου; Δαχτυλίδι ή περιδέραιο;"
- (γενικότερα) οτιδήποτε κοσμεί, ομορφαίνει
- αυτό το γλυπτό στην κεντρική πλατεία είναι ένα κόσμημα για την πόλη μας
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόσμημα
|