κοσμώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοσμώ < αρχαία ελληνική κοσμῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]κοσμώ
- στολίζω
- ※ Το πάνω χείλος του κοσμούσε ένα πλούσιο καλοσχηματισμένο μουστάκι. (Τεύκρος Μιχαηλίδης (2006) Πυθαγόρεια Εγκλήματα [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) προσδίδω αξία, τιμώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κόσμημα (βλέπε λέξη)
- κόσμηση (κόσμησις)
- κοσμητεία
- κοσμητικός
- κοσμήτορας - κοσμήτρια (κοσμήτωρ)