αποταμίευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποταμίευση | οι | αποταμιεύσεις |
γενική | της | αποταμίευσης* | των | αποταμιεύσεων |
αιτιατική | την | αποταμίευση | τις | αποταμιεύσεις |
κλητική | αποταμίευση | αποταμιεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποταμιεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποταμίευση < (καθαρεύουσα) ἀποταμίευ(σις) + -ση < (ελληνιστική κοινή) ἀποταμιεύομαι < αρχαία ελληνική ταμιεύω < ταμιεῖον < ταμίας. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + ταμίευση.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.taˈmi.ef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τα‐μί‐ευ‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποταμίευση θηλυκό
- (οικονομία) η ενέργεια τού αποταμιεύω
- (οικονομία) το αποτέλεσμα τού αποταμιεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μικροαποταμίευση
- ταμίευση
- → δείτε τις λέξεις αποταμιεύω, από και ταμίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- αποταμίευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αποταμίευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)