saving
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
saving | savings |
saving (en)
- η εξοικονόμηση, η αποταμίευση, ένα ποσό από κάτι όπως χρόνο ή χρήμα που δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσω ή να ξοδέψω
- ↪ Electricity saving measures were announced.
- Ανακοινώθηκαν μέτρα για εξοικονόμηση της ηλεκτρικής ενέργειας.
- ↪ gas/water savings - αποταμίευση αερίου/νερού
- ↪ public/national/private/monthly savings - δημόσια/εθνική/ιδιωτική/μηνιαία αποταμίευση
- ↪ Electricity saving measures were announced.
- (μόνο πληθυντικός) οι οικονομίες, οι αποταμιεύσεις, τα χρήματα που έχω οικονομήσει, ειδικά σε τράπεζα κτλ.
- ↪ I have some savings.
- Έχω μερικές οικονομίες.
- ↪ a savings account - λογαριασμός αποταμίευσης
- ↪ He bought a house with his savings.
- Αγόρασε ένα σπίτι με τις αποταμιεύσεις του.
- ↪ I have some savings.
- (συνήθως στα σύνθετα επίθετα) η εξοικονόμηση, που εμποδίζει τη σπατάλη κάτι
- ↪ the saving of money/energy - η εξοικονόμηση χρημάτων/ενέργειας
- ↪ labour-saving devices - συσκευές για την εξοικονόμηση δουλειάς
- ↪ a time-saving method - μέθοδος εξοικονόμησης χρόνου
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]saving (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του save
Πηγές
[επεξεργασία]- saving - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 113, 307, 618-619. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποταμίευση, εξοικονόμηση, οικονομία