saving grace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
saving grace | saving graces |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
saving grace (en)
- (συνήθως ενικός) το καλό που τον σώζει, η αρετή που αντισταθμίζει ελαττώματα
- ↪ He has the saving grace of humour.
- Έχει ένα καλό που τον σώζει-χιούμορ.
- ↪ He has the saving grace of humour.