grace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grace | graces |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
grace (en)
- (μη μετρήσιμο) η χάρη, μια όμορφη ιδιότητα της κίνησης που είναι ομαλή και γίνεται με έλεγχο· απλή και όμορφη ιδιότητα
- ↪ All of her motions were full of grace.
- Όλες της οι κινήσεις ήταν γεμάτες χάρη.
- ↪ All of her motions were full of grace.
- η χάρη (η ιδιότητα του χαριτωμένου)
- η θεία χάρη
- περίοδος χάριτος (σε έναν χρεοφειλέτη)