oro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

oro (it)


Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

oro < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈoː.roː/

Ρήμα[επεξεργασία]

oro (la) (ōrō1, ōrāvī, ōrātum, ōrāre)

  1. ρητορεύω
  2. παρακαλώ, ικετεύω
  3. προσεύχομαι

Κλίση[επεξεργασία]