δεν πας να σε φυσήξει λίγος αέρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις δεν και πας, προστακτική του πηγαίνω, να, σε, φυσήξει (εξαρτημένος τύπος του φυσάω), λίγος & αέρας
Έκφραση[επεξεργασία]
δεν πας να σε φυσήξει λίγος αέρας!
- (ειρωνικό) προτροπή σε κάποιον που λέει ή απαιτεί παράλογα πράγματα, να ανανεωθεί στο ευεργετικό κλίμα του αέρα για να σκεφτεί λογικότερα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεν πας να σε φυσήξει λίγος αέρας
|