αυτοπεποίθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπεποίθηση < αυτο- + πεποίθηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-confidence
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοπεποίθηση θηλυκό
- η πίστη κάποιου στον εαυτό του, ότι μπορεί να καταφέρει κάτι
- ↪ Ο Γιώργος έχει διαβάσει πολύ καλά για τις εξετάσεις, αλλά δυστυχώς του λείπει η αυτοπεποίθηση