αυτο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αὐτο- < αυτοπαθής αντωνυμία αὐτός (αυτός ο ίδιος) όπως ἑαυτοῦ. Δείτε και αυτ- (πριν από φωνήεν) και αυθ- (πριν από παλαιότερο δασύ φωνήεν)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθημα[επεξεργασία]
αυτο- ή αυτό-, αυτ- και αυθ-
πρώτο συνθετικό που δηλώνει
- αυτοπάθεια
- σε σύνθετα αφηρημένα ουσιαστικά
- σε σύνθετα ρήματα παθητικής φωνής
- την εκπλήρωση μιας ενέργειας/διαδικασίας χωρίς εξωτερική παρεμβολή ή βοήθεια
- αυτοματισμό, κάτι γίνεται από μόνο του
- ανεξαρτησία από αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό, σε σύνθετα επίθετα
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αυτο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αυτό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αυτ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αυθ- στο Βικιλεξικό
όπως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ "αυτο-" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.