πεποίθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεποίθηση < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή πεποίθησις[1] < αρχαία ελληνική πείθω (παρακείμενος μ.φ. πέποιθα) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeydʰ- (εμπιστεύομαι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /peˈpi.θi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ποί‐θη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεποίθηση θηλυκό
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεποίθηση
[επεξεργασία]
- ↑ «πεποίθηση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.