Μετάβαση στο περιεχόμενο

croyance

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
croyance croyances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

croyance (fr) θηλυκό

  1. η πίστη
  2. η πεποίθηση
  3. η δοξασία