Μετάβαση στο περιεχόμενο

πείσμα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πείσμα τα πείσματα
      γενική του πείσματος των πεισμάτων
    αιτιατική το πείσμα τα πείσματα
     κλητική πείσμα πείσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πείσμα < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) πεῖσμα < πείθω + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πείσμα ουδέτερο

  1. η επιμονή, η ανυποχώρητη στάση
    Σκας μουλάρι με το πείσμα σου. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
  2. η επίδειξη μιας θυμωμένης στάσης για νάζι
    του κάνει πείσματα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]