aplomb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aplomb (en)
- η αταραξία, η αυτοπεποίθηση, η ψυχραιμία
- το τουπέ, το θράσος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aplomb < fil à plomb
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aplomb (fr) αρσενικό
- γραμμή κάθετη στο επίπεδο του ορίζοντα· απεικονίζεται από το νήμα της στάθμης
- Bien prendre l’aplomb.
- (κατʼ επέκταση) ισορροπία, ευστάθεια ενός στερεού σώματος χάρη στη χρήση ενός νήματος της στάθμης
- Ce mur tient bien son aplomb, a perdu son aplomb.
- Cette muraille, toute vieille qu’elle est, a bien gardé son aplomb, a conservé son aplomb.
- (κατʼ επέκταση) (τεχνολογία) συμμετρία σχημάτων
- Ses figures manquent d’aplomb.
- Cet artiste pèche par les aplombs.
- κατ' αναλογία, ισορροπία των μελών του σώματος ενός αλόγου
- Les aplombs d’un cheval.
- (μουσική) ακρίβεια στην τήρηση του μέτρου
- (μεταφορικά) σιγουριά στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται, μιλά, δρα κάποιος
- Ce jeune homme manque d’aplomb.
- Pour négocier de pareilles affaires, il faut avoir du sang-froid et de l’aplomb.
- Il a beaucoup d’aplomb.
- Cet acteur a de l’aplomb.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aplomb (nl)