αισιοδοξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αισιοδοξία < αισιόδοξ(ος) + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αισιοδοξία θηλυκό