Μετάβαση στο περιεχόμενο

optimism

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

optimism (en) (μη μετρήσιμο)

  • η αισιοδοξία, αισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή
      cautious optimism - συγκρατημένη αισιοδοξία
      I don't share his optimism.
    Δεν συμμερίζομαι την αισιοδοξία του.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]