optimism
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η αισιοδοξία, αισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή
- ⮡ cautious optimism - συγκρατημένη αισιοδοξία
- ⮡ I don't share his optimism.
- Δεν συμμερίζομαι την αισιοδοξία του.