κόβω τον αέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κόβω τον αέρα
- (μεταφορικά) βάζω σε κάποιον όρια τον βάζω στη θέση του επειδή αποθρασύνθηκε
- ↪ Του 'κοψε τον αέρα γιατί είχε πια παράλογες απαιτήσεις.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόβω τον αέρα
|