κόβω τον αέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόβω τον αέρα < → δείτε τις λέξεις κόβω, τον και αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας

Έκφραση[επεξεργασία]

κόβω τον αέρα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]