φυσάει άλλος αέρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσάει άλλος αέρας < → δείτε τη λέξη φυσάει (απρόσωπο τρίτο πρόσωπο του φυσάω), άλλος & αέρας

Έκφραση[επεξεργασία]

φυσάει άλλος αέρας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]