Luft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Luft (de) θηλυκό
[επεξεργασία]
- Luftangriff
- Luftaufnahme
- Luftballon
- Luftblase
- Luftbrücke
- luftdicht
- Luftdruck
- luftdurchlässig
- lüften
- Luftfahrt
- Luftfeuchtigkeit
- Luftfracht
- luftgekühlt
- Luftgewehr
- luftig
- Luftkissenfahrzeug
- Luftkrieg
- Luftkurort
- luftleer