lüften
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]lüften (de)
- αερίζω
- (για μυστικό) αποκαλύπτω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- seinen Hut lüften - αποκαλύπτομαι, βγάζω το καπέλο μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Luft