lüften
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]lüften (de)
- αερίζω
- (για μυστικό) αποκαλύπτω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- seinen Hut lüften - αποκαλύπτομαι, βγάζω το καπέλο μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Luft