luftdurchlässig

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

luftdurchlässig (de)

  1. που αφήνει να περάσει ο αέρας
  2. που αφήνει να περάσει το οξυγόνο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  Luft