σφυρίζω στον αέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
σφυρίζω στον αέρα
- (μεταφορικά) αδιαφορώ, κάνω ότι δεν καταλαβαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφυρίζω στον αέρα
|