τινάζω στον αέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τινάζω στον αέρα < → δείτε τις λέξεις τινάζω, στον και αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας

Έκφραση[επεξεργασία]

τινάζω στον αέρα

  1. ανατινάζω
  2. (μεταφορικά) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]