car
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
car | cars |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
car (en)
- (μέσο μεταφορών) το αυτοκίνητο, το αμάξι
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
car (bs)
- ο τσάρος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
car (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
car (fr)
- το (υπεραστικό) λεωφορείο
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
car (ca)
- (αιτιολογικός) επειδή
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
car
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
car (pl) αρσενικό
- ο τσάρος
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μέσα μεταφορών (αγγλικά)
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Σύνδεσμοι (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Καταλανική γλώσσα
- Σύνδεσμοι (καταλανικά)
- Παλαιά γαλλική γλώσσα
- Σύνδεσμοι (παλαιά γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)