τσάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσάρος | οι | τσάροι |
γενική | του | τσάρου | των | τσάρων |
αιτιατική | τον | τσάρο | τους | τσάρους |
κλητική | τσάρε | τσάροι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσάρος < βουλγαρική цар (tsar) ή ρωσική царь (tsar’) < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική цѣсарь (tsěsarĭ) < λατινική Caesar
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσάρος αρσενικό
- τίτλος των πρώην ηγεμόνων της Βουλγαρίας (από 893 έως 1422 και από 1908 έως το 1946), Σερβίας (από το 1346 έως το 1371) και Ρωσίας (από το 1472 έως το 1917)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσάρος
|
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά εκκλησιαστικά σλαβονικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)