Μετάβαση στο περιεχόμενο

automobile

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
automobile < (άμεσο δάνειο) γαλλική automobile. Μορφολογικά αναλύεται σε auto- + mobile

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
automobile automobiles

automobile (en)

Επίθετο

[επεξεργασία]

automobile (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

automobile: μαρτυρείται από το 1886 ως επίθετο και 1890 ως ουσιαστικό. Συνθετικά: < auto- + mobile

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.to.mɔ.bil/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
automobile automobiles

automobile (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
automobile automobiles

automobile (fr)

  • automobile στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
automobile < (άμεσο δάνειο) γαλλική automobile. Μορφολογικά αναλύεται σε auto- + mobile

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

automobile (it) θηλυκό