automobile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.to.mɔ.bil/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
automobile | automobiles |
automobile (fr) θηλυκό
- το αυτοκίνητο
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
automobile | automobiles |
automobile (fr)
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
automobile (it) θηλυκό
- το αυτοκίνητο