Μετάβαση στο περιεχόμενο

advocate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας advocate
γ΄ ενικό ενεστώτα advocates
αόριστος advocated
παθητική μετοχή advocated
ενεργητική μετοχή advocating

advocate (en)

  • ενθαρρύνω, υπερασπίζω, υποστηρίζω κάτι δημόσια
      I am advocating a change in one direction.
    Ενθαρρύνω αλλαγή προς μια κατεύθυνση
      They are advocating for women’s rights.
    Υπερασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη support