backtick
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| backtick | backticks |
backtick (en)
- (πληροφορική) συνώνυμο του backquote
| ενικός | πληθυντικός |
| backtick | backticks |
backtick (en)