tick
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- tick < αγγλοσαξονική ticia (παρασιτικό ζώο, τσιμπούρι) < δυτικά γερμανικά *tik- (πηγή επίσης των: μέση ολλανδική teke, ολλανδική teek, παλαιά άνω γερμανική zecho και γερμανική Zecke (τσιμπούρι)) < άγνωστης ετυμολογίας, ενδεχομένως προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deigh- (έντομο).[1] (μαρτυρείται από τον 14ο αιώνα)[2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tick | ticks |
tick (en)
- το τσιμπούρι
- (ανεπίσημο) ο μηλοφάγος
- (βρετανική σημασία, ανεπίσημο, μειωτικό) ένα ευτελές ή περιφρονητικό άτομο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- tick < (κληρονομημένο) μέση αγγλική tek (ελαφρύ άγγιγμα) (συγγενές με: ολλανδική tik, μέση άνω γερμανική zic, ίσως ηχομιμητική λέξη).[2][1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tick | ticks |
tick (en)
- ο ήχος που παράγουν τα ρολόγια κάθε δευτερόλεπτο: το τικ τακ
- (κατ’ επέκταση) μια σειρά από τέτοιους χτύπους
- (Αυστραλία, βρετανική σημασία) ένα σημάδι (✓) που υποδηλώνει συμφωνία, ορθότητα ή αναγνώριση: το νύγμα, το τικ
- (οικονομία)
- (προφορικό) ένα μικρό χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα το δεύτερο (δευτερόλεπτο)
- (στην παρατήρηση πουλιών) ένα πουλί που το βλέπει ή το ακούει ένας παρατηρητής πουλιών για πρώτη φορά και έτσι προστίθεται σε μια λίστα με παρατηρημένα πουλιά
- (πτηνό) ο καστανολαίμης
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | tick |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ticks |
αόριστος | ticked |
παθητική μετοχή | ticked |
ενεργητική μετοχή | ticking |
tick (en)
- το να παράγω ήχο παρόμοιο με αυτόν από την κίνηση ενός αναλογικού ρολογιού
- το να βάζω νύγμα, τικ: νυγματίζω, τσεκάρω
- (ανεπίσημο, αμετάβατο) το να δουλεύει κάτι ή να λειτουργεί, ειδικά μηχανικά
- το να χτυπώ κάτι ελαφρά
- (στην παρατήρηση πουλιών, μεταβατικό) το να προσθέτω ένα πουλί σε μία λίστα πουλιών που έχουν ιδωθεί ή ακουστεί
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 3[επεξεργασία]
- tick < (κληρονομημένο) μέση αγγλική tikke, tike < πιθανόν από μέση ολλανδική tīke < λατινική thēca (θήκη) < αρχαία ελληνική θήκη.[3] (μαρτυρείται από τον 15ο αιώνα)[2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tick | ticks |
tick (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (ύφασμα) μια υφασμάτινη θήκη γεμισμένη με φτερά ή άλλο υλικό για να χρησιμοποιηθεί ως στρώμα ή μαξιλάρι
- (μη μετρήσιμο) συντομομορφή του ticking: το στρωματσόπανο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ticking στο 1911 Encyclopædia Britannica στην αγγλική Βικιθήκη
Ετυμολογία 4[επεξεργασία]
- tick < σύντμηση του ticket στη φράση «on the ticket», αναφερόμενη σε υποσχετική ή σε υπόσχεση πληρωμής.[4] (μαρτυρείται από το 1642)[2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (βρετανική σημασία, ανεπίσημο, προφορικό, ακολουθείται από το «on») η μελλοντική πληρωμή για κάτι: η πίστωση
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | tick |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ticks |
αόριστος | ticked |
παθητική μετοχή | ticked |
ενεργητική μετοχή | ticking |
tick (en)
- (αμετάβατο) πιστώνομαι
- (μεταβατικό) πιστώνω κάποιον
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ετυμολογία 5[επεξεργασία]
- tick < (κληρονομημένο) μέση αγγλική tik-, tic-, tike-, tiken- (σε ενώσεις), αναφομοίωτη μορφή των: μέση αγγλική tiche, tichen (κατσικάκι) < αγγλοσαξονική tiċċen (κατσικάκι) < πρωτοδυτικά γερμανικά *tikkīn, υποκοριστικό του *tigā (κατσίκα).[5]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tick (en)
- (απαρχαιωμένο) ονομασία που δινόταν σε τοπωνύμια με τη σημασία: η κατσίκα
- ↪ Tickhill, Tickenhurst, Tickham
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 1,2 tick - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 tick - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- ↑ tick - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- ↑ tick - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
- ↑ tichen - Middle English Compendium - University of Michigan Library
Πηγές[επεξεργασία]
- tick - Cambridge Dictionary online
- tick - Webster’s Revised Unabridged Dictionary, G. & C. Merriam, 1913.
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αυστραλιανά αγγλικά)
- Ομόηχα (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deigh- (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)
- Μειωτικοί όροι (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Οικονομία (αγγλικά)
- Προφορικοί όροι (αγγλικά)
- Πτηνά (αγγλικά)
- Ζώα (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση ολλανδική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Υφάσματα (αγγλικά)
- Απαρχαιωμένοι όροι (αγγλικά)