tick

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η en.Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɪk/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: tick
ομόηχα: tic, tik

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

tick < αγγλοσαξονική ticia (παρασιτικό ζώο, τσιμπούρι) < δυτικά γερμανικά *tik- (πηγή επίσης των: μέση ολλανδική teke, ολλανδική teek, παλαιά άνω γερμανική zecho και γερμανική Zecke (τσιμπούρι)) < άγνωστης ετυμολογίας, ενδεχομένως προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deigh- (έντομο).[1] (μαρτυρείται από τον 14ο αιώνα)[2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tick ticks

tick (en)

  1. το τσιμπούρι
  2. (ανεπίσημο) ο μηλοφάγος
  3. (βρετανική σημασία, ανεπίσημο, μειωτικό) ένα ευτελές ή περιφρονητικό άτομο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

tick < (κληρονομημένο) μέση αγγλική tek (ελαφρύ άγγιγμα) (συγγενές με: ολλανδική tik, μέση άνω γερμανική zic, ίσως ηχομιμητική λέξη).[2][1]
  • με την σημασία: (το ουσιαστικό μαρτυρείται από το 1680)[2] - (το ρήμα μαρτυρείται από το 1721)[2][1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tick ticks

tick (en)

  1. ο ήχος που παράγουν τα ρολόγια κάθε δευτερόλεπτο: το τικ τακ
     συνώνυμα: ticking
  2. (Αυστραλία, βρετανική σημασία) ένα σημάδι () που υποδηλώνει συμφωνία, ορθότητα ή αναγνώριση: το νύγμα, το τικ
     συνώνυμα: check mark/checkmark (αμερικανική σημασία), tick mark/tickmark
  3. (οικονομία)
    1. το ελάχιστο ποσό κατά το οποίο τα επιτόκια, οι τιμές των μετοχών κ.λπ. μπορούν να αυξηθούν ή να μειωθούν
    2. (κατ’ επέκταση) η κίνηση μιας αξίας όπως ένα επιτόκιο ή μια τιμή μετοχής όταν αυξάνεται ή μειώνεται
     συνώνυμα: tick point
  4. (προφορικό) ένα μικρό χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα το δεύτερο (δευτερόλεπτο)
    Wait a moment. I'll be back in a tick. - Περίμενε μια στιγμή. Θα επιστρέψω σ' ένα δεύτερο.
     συνώνυμα: jiffy, moment, sec
  5. (στην παρατήρηση πουλιών) ένα πουλί που το βλέπει ή το ακούει ένας παρατηρητής πουλιών για πρώτη φορά και έτσι προστίθεται σε μια λίστα με παρατηρημένα πουλιά
  6. (πτηνό) ο καστανολαίμης
    ταυτόσημα: whinchat

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας tick
γ΄ ενικό ενεστώτα ticks
αόριστος ticked
παθητική μετοχή ticked
ενεργητική μετοχή ticking

tick (en)

  1. το να παράγω ήχο παρόμοιο με αυτόν από την κίνηση ενός αναλογικού ρολογιού
  2. το να βάζω νύγμα, τικ: νυγματίζω, τσεκάρω
     συνώνυμα: check, checkmark (αμερικανική σημασία)
  3. (ανεπίσημο, αμετάβατο) το να δουλεύει κάτι ή να λειτουργεί, ειδικά μηχανικά
  4. το να χτυπώ κάτι ελαφρά
     συνώνυμα: pat
  5. (στην παρατήρηση πουλιών, μεταβατικό) το να προσθέτω ένα πουλί σε μία λίστα πουλιών που έχουν ιδωθεί ή ακουστεί

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

tick < (κληρονομημένο) μέση αγγλική tikke, tike < πιθανόν από μέση ολλανδική tīke < λατινική thēca (θήκη) < αρχαία ελληνική θήκη.[3] (μαρτυρείται από τον 15ο αιώνα)[2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tick ticks

tick (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (ύφασμα) μια υφασμάτινη θήκη γεμισμένη με φτερά ή άλλο υλικό για να χρησιμοποιηθεί ως στρώμα ή μαξιλάρι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ετυμολογία 4[επεξεργασία]

tick < σύντμηση του ticket στη φράση «on the ticket», αναφερόμενη σε υποσχετική ή σε υπόσχεση πληρωμής.[4] (μαρτυρείται από το 1642)[2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tick (en) (μη μετρήσιμο)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας tick
γ΄ ενικό ενεστώτα ticks
αόριστος ticked
παθητική μετοχή ticked
ενεργητική μετοχή ticking

tick (en)

  1. (αμετάβατο) πιστώνομαι
  2. (μεταβατικό) πιστώνω κάποιον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ετυμολογία 5[επεξεργασία]

tick < (κληρονομημένο) μέση αγγλική tik-, tic-, tike-, tiken- (σε ενώσεις), αναφομοίωτη μορφή των: μέση αγγλική tiche, tichen (κατσικάκι) < αγγλοσαξονική tiċċen (κατσικάκι) < πρωτοδυτικά γερμανικά *tikkīn, υποκοριστικό του *tigā (κατσίκα).[5]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tick (en)

Tickhill, Tickenhurst, Tickham

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 1,2 tick - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 tick - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  3. tick - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  4. tick - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
  5. tichen - Middle English Compendium - University of Michigan Library

Πηγές[επεξεργασία]