επιτόκιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιτόκιο τα επιτόκια
      γενική του επιτοκίου
επιτόκιου
των επιτοκίων
    αιτιατική το επιτόκιο τα επιτόκια
     κλητική επιτόκιο επιτόκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιτόκιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιτόκιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]